- μελάγχρωμα
- το смуглость; потемнение кожи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελάγχρωμα — το η μέλαινα χρωστική τού δέρματος, που οφείλεται σε αύξηση ή διαταραχή κατάθεσης τής μελανίνης … Dictionary of Greek